- ντεμπουτάρω
- 1. κάνω τα πρώτα μου βήματα σε έναν τομέα, είμαι στην αρχή τής σταδιοδρομίας μου2. βγαίνω για πρώτη φορά στη σκηνή θεάτρου, κάνω την πρώτη εμφάνιση μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. debuttare].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ντεμπουτάρισμα — το [ντεμπουτάρω] ντεμπούτο … Dictionary of Greek